Σήμερα παραμονή Χριστουγέννων στο χωριό μας , είδαμε με χαρά μικρά και μεγάλα παιδιά να ψάλουν τα κάλαντα με καμάρι και δίχως ντροπή. Ντυμένα με χοντρά ρούχα , έπιασαν αργά δουλειά αφού άφησαν τον ήλιο να πυρώσει για τα καλά το παγωμένο από όλες τις απόψεις, χωριό μας.
Είναι αλήθεια ότι το χωριό μας φθίνει διαρκώς, αλλά το παρήγορο είναι
ότι υπάρχουν αρκετές δυνατές μονάδες που αντιστέκονται στους δύσκολους
καιρούς αλλά και στην μαζικοποίηση.
Σε αυτές τις μονάδες συμπεριλαμβάνονται πολλά από τα παιδιά που σήμερα μας χτύπησαν την πόρτα για τα κάλαντα. Τα παιδιά είναι το μέλλον και η συνέχεια αυτού του τόπου.
Ας δούμε όμως πως ήταν τα Χριστούγεννα άλλοτε στο χωριό μας. Ποιες οι προετοιμασίες;
Το Σαρανταήμερο που νήστευαν τα κρεατικά, συνήθιζαν να φτιάχνουν φαγητά όπως μπακαλιάρο γιαχνί με κουνουπίδι, φάβα με ρέγγα, ψωμί «ξαρέσκιο» με μαρίδες ψητές ή τηγανιτές , καλτσούνια και καλαμάρια.
Ο μπάρμπα Παναγιώτης Μιχ. Παυλάκης (Κουραμάνας) άλεθε μια εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα τα σιτάρια και κυρίως το εξαιρετικής ποιότητας στάρι «Μαυραγάνι», που ευδοκιμούσε κάποτε στο χωριό μας. Με το αλεύρι αυτό, οι σπιτονοικοκυρές ετοίμαζαν τα Χριστόψωμα, τα μελομακάρουνα, τους κουραμπιέδες και τους σαμουσάδες.
«Έδιναν και έπαιρναν» τις παραμονές των Χριστουγέννων οι «πανιάρες» στους ξυλόφουρνους του χωριού μας, για να βγάλουν το ζεστό ψωμί αλλά και τους άρτους για την αρτοκλασία.
Τα «λιντριβειά» έκοβαν το τελευταίο «παχνί» στις 23 του Δεκέμβρη και ξεκούραζαν το προσωπικό.
Τα παιδιά του σχολείου, περίμεναν με ανυπομονησία αυτές τις ημέρες των διακοπών, προκειμένου να γλυτώσουν το ξύλο, που εκείνες τις εποχές επιτρέπονταν στα σχολικά ιδρύματα. Βέβαια ενώ γλύτωναν το ξύλο οι γονείς τους, τους έβαζαν να εργαστούν σε αγροτικές εργασίες πολλές φορές σε δύσκολες καιρικές συνθήκες. Η ανεμελιά και το παιχνίδι ήταν αυτό που κάθε παιδί περίμενε καρτερικά από τις διακοπές των Χριστουγέννων, που όμως σπάνια συνέβαινε!
Τα καφενεία του Θοδωρή του Σπυράκου (Τσικουράκος), του «Σουμάλη» και του Νυχά είχαν προμηθευτεί πυρήνα και καυσόξυλα, για να φιλοξενήσουν τους παίκτες των τυχερών παιγνίων. Στο χωριό έπαιζαν «τριανταένα» και «Κουν Καν».
Τα μαγκάλια ήταν πάντα προετοιμασμένα για να ψήσουν τα φρέσκα χταπόδια, που έφερναν από το Αγιολιά τα αδέρφια Ζαχαρής και Γιώργης Λιβανός (Μαύρος).
Οι ναυτικοί μας, συνήθως ξεμπάρκαραν τις ημέρες των Χριστουγέννων για να περάσουν τις εορτάσιμες ημέρες μαζί με την οικογένεια τους , αλλά να και «καληχερέψουν» τα «φιοτσάκια» τους.
Οι Λυκούτσαρδοι
Κατά παράδοση , παραμονή των Χριστουγέννων έβγαιναν οι Καλικάντζαροι ή αλλιώς «Λυκούτσαρδοι» από τη Γη για να λεηλατήσουν από τα εδέσματα και να γλεντήσουν τα Χριστούγεννα. Είχαν περιθώριο ως την 5η Ιανουαρίου, της Άγιασης.
Έλεγαν : Τρεχάτε να φύγουμε γιατί έρχεται ο Παππάς με την μαγκούρα του και την Αγιαστούρα του.
Όταν ξεφόρτωναν τα αλέσματα οι χωρικοί, ερχόμενοι από τους μύλους , είχαν μια ψευδαίσθηση ότι θα έρθουν οι «Λυκούτσαρδοι» για να αποκομίσουν το δικό τους μερίδιο. Έτσι βγήκε το στιχάκι :
Έβγα μαμά, έβγα θεία με ένα ντάβλαρο φωτιά στου Λυκούτσαρδου τα αυτιά!
Οι «Λυκούτσαρδοι» εμφανίζονται να είναι μαύροι σαν τον διάβολο. Έχουν κέρατα, τέσσερα πόδια αλλά συνήθως περπατούν με τα δύο πισινά. Το σώμα τους είναι τριχωτό σαν του τράγου και έχουν μεγάλη ουρά σαν του γαϊδάρου. Εισέρχονταν στα σπίτια από τον καπνοδόχο.
Παναγιώτης Δαμιανάκης ( Παπαδομανωλακος).
Ιωάννης Ε. Δελακοβίας.
|