«Έφυγε» από τη ζωή σε ηλικία 78 ετών, o καλός συγχωριανός μας, Αντώνης Δελακοβίας.
O Αντώνης Δελακοβίας τα τελευταία χρόνια ήταν καθηλωμένος στο κρεβάτι του από την νόσο του «πάρκινσον».Η επιβαρυμένη ήδη υγεία του, δέχθηκε ακόμα πολλά χτυπήματα και χάρη στην φροντίδα, κυρίως της συζύγου του και των παιδιών του κρατιόταν στη ζωή μη έχοντας όμως επικοινωνία με το περιβάλλον.
Ο χωρατατζής Αντώνης Δελακοβίας αφιέρωσε πολλά χρόνια από τη ζωή του στην συντήρηση των προσκυνημάτων του Καβομαλιά. Το έργο του συνεχίζουν με μεγάλη επιτυχία το διοικητικό συμβούλιο και τα μέλη του Συλλόγου «Φίλων Kαβομαλιά». Ο θεός να τον αναπαύσει.
Ας δούμε την συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στον Μηνά Αναστασάκη το 2007 για το περιοδικό «Εν Μαλεώ».
Αντώνης Νικ. Ντελεγκουβίας
Ο χωριανός μας που τον γνωρίζουν και οι πέτρες
Η ορφάνια – ο μόχθος και τα μεράκια του…
Ποιος, αλήθεια, δε γνωρίζει καλά τον επί 50 ολόκληρα χρόνια χωρατατζή, δουλευταρά και επιτυχημένο διασκεδαστή των Βατίκων Αντώνη Δελακοβία;
Χρόνια ολόκληρα – από παιδιά! – ο συντάκτης των γραμμών αυτών «τα λέει καλά» με τον Αντώνη. Αυτή τη φορά όμως η «συνέντευξη» που του πήραμε τηλεφωνικά για το περιοδικό «Εν Μαλεώ» είναι «επίσημη», κανονική και με τα όλα της.
- Λέγε μας, Αντώνη Δελακοβία, λέγε μας:
- Γεννήθηκα το έτος 1936. Με αναδέχτηκαν τα ευλογημένα χέρια της καλής μας μαμής Ειρήνης Ν. Μπαχτή και με έμαθε γράμματα η αλησμόνητη Λαμπρινάκου.
Εφτά χρονώ έχασα τον πατέρα μου στη μαύρη κατοχή, το 1944, όταν ήλθε από την Αμερική. Εκείνη την χρονιά κάναμε 700 οκάδες στάρι μαυραγάνι, αλλά ο μακαρίτης ο πατέρας μου, αγαθή ψυχούλα καθώς ήταν το μοίρασε στο χωριό, σε εκείνους που πεινούσαν περισσότερο. Αναγκάστηκε έτσι να φάει ύστερα βίκο. Το γάλα που του έφερνε πρωί-βράδυ ο παππούς μου ο Παναγιώτης ο Κοντός δεν τον έσωσε. Ο βίκος του χάλασε το συκώτι. Πέθανε και μας άφησε ορφανούς. Χάσαμε από κοκίτη και την μικρή αδελφούλα μας, την Άννα.
Και κλαίγαμε. Μέρα-νύχτα κλαίγαμε…
Ώσπου ένα πρωί η θεία μου η Σταματικώ, η αγία εκείνη γυναίκα είπε στην μάνα μου σταθερά:
- Αργυρώ, φτάνουν πια τα κλάματά μας. Θ’ αγωνιστούμε τώρα να ζήσουνε τα παιδιά, να ζήσουμε ούλοι μας, γιατί αυτό θέλει ο Θεός!
Έπιασε τότε η θεία μου τον κασμά κι έβγαζε κούτσουρα πάνω τα Χάλαυρα, κι εγώ, μικρό παιδί δέκα χρονώ κουβάλαγα με το γαϊδουράκι τα ξύλα στο σπίτι μας και πούλαγα και στ’ άλλα σπίτια, για δυο δραχμές ή για κάτι φαγώσιμο.
Μας συμπαραστάθηκε η Σκορδούλη, η Τασία η Καπταμανωλίτσα, οι Κουμπιάνοι, οι Παπαδομανωλιάνοι, η θεία μου η Μάρθα, οι Κοτσωνιάνοι και άλλοι.
Δώδεκα χρονώ βγήκα στ΄ αλώνια με τον μπάρμπα Γιωργάκη το Ντελεγκουβία, αλωνίζαμε ξένα χειρόβολα.
Δεκαπέντε χρονώ κουβάλαγα ελιές στα λιντριβειά ως κανονικός κουβαλητής, με δυο γαϊδούρια. Επειδή δε μπορούσα να φορτώνω μεγάλα τσουβάλια έβαζα 25 οκάδες από την μια μεριά, 25 οκάδες από την άλλη και 20 πανωγόμι.
Δεκάξι χρονω καμάτευα μ’ ένα άσπρο άλογο και τον Αράπη. Έκαμα 72 ζεψιές, δεκάξι χρονώ!
Κάναμε αγώγια, κουβαλάγαμε πυρήνα κάτω στην Νεάπολη, με κακοσύνες, με τα λιοπύρια, κάθε μέρα αγώγια στη Νεάπολη, για λίγες δραχμές.
Όταν έφτασα είκοσι χρονώ αρχίνησα πια να κυνηγώ με το ντουφέκι, ήταν ωραία τότε…
- Πότε ξεκίνησες , Αντώνη, τα όργανα, τη μουσική;
- Όταν ακόμα πήγαινα στο σχολείο, στο δημοτικό. Ξεκίνησα μ’ ένα μαντολίνο που μού ’δωσε ο Γιώργος του Μανωλάκη (Γιώργος Εμμ. Νυχάς). Παίζαμε με το Γιώργοσιγά-σιγά. Αλλά τα πρώτα καλά μαθήματα που πήρα για το τραγούδι και τη μουσική ήταν με το μακαρίτη το Μπέμπη (Γιώργο Σταθάκη). Τα περισσότερα παλιά τραγούδια που ξέρω, με το Μπέμπη τα έμαθα… Τραγουδούσαμε στον Κάβο Μαλιά και παίζαμε το μαντολίνο και την κιθάρα μαζί. Αγναντεύαμε τη θάλασσα και βλέπαμε τα καράβια που πέρναγαν. Αξέχαστες βραδιές.
Έπαιξα κιθάρα με το Νταγιαντά, με το μπάρμπα μου το Γιάννη τον Αντωνάκο…
Ύστερα τακιμιάσαμε (ταιριάξαμε) με τον Χρήστο τον Πετράκη. Πρώτος εγώ ανακάλυψα ότι ήτανε (και είναι) καλός τραγουδιστής. Ευτυχώς που δεν πήγε στην Αφρική, όπως σκόπευε να κάνει, κι έμεινε δω. Κάναμε για πολλά χρόνια καλό ντουέτο, μαζί και ο Γιώργος Α. Σταθάκης, μετά.
Η «Νεράιδα»
Μεγάλη επιτυχία ήταν που ανοίξαμε το κέντρο «Νεράιδα». Στο μαγαζί αυτό του λαγκαδιού έγιναν αξέχαστα γλέντια. Μας καλούσαν μάλιστα έως και στη Σπάρτη, να παίξουμε και να τραγουδήσουμε.
Τα καλά γλέντια γίνονται όταν υπάρχει μέσα και συγκίνηση, όπως τότε στο γάμο του Παναγιώτη του Μητράκου (Αθανασάκου), που ήταν άρρωστος ο πατέρας του. Χάλασε ο κόσμος το βράδυ εκείνο.
- Πες μας Αντώνη δυο παλιούς καλούς χορευτές.
- Ο Νίκος Χρ. Δαμιανάκης, ο Παναγιώτης ο Κοσμάκος, ο Στρατάκος, η Καλλιόπη Πετράκη και άλλοι.
- Αν γινόσουν πάλι νέος, τι θα προτιμούσες να κάνεις τώρα;
- Να παντρευόμουνα είκοσι χρονώ!
- Πες μας κι άλλα, Αντώνη, τι σου άρεσε περισσότερο στη ζωή σου;
- Ο Κάβο Μαλιάς. Να διατηρηθούν τα προσκυνήματα σε καλή κατάσταση, να πρασινίζει ο τόπος εκεί και να πηγαίνουν οι προσκυνητές με σέβας, όπως πάντα.
- Τι επιθυμείς τώρα περισσότερο για να χαρείς, παρ’ όλα τα βάσανά σου;
- Να χαρώ την οικογένειά μου και να ιδώ το γιο μου το Νίκο παπά, να διαβάζει τα Ευαγγέλια στην Ωραία Πύλη του Ταξιάρχη και του Άγιου Νικόλα, του γείτονά μου.
Αυτά μας είπε ο Αντώνης Δελακοβίας, από την ψυχή και την καρδιά του.
Τελειώνοντας θα επιθυμούσα κι εγώ να προσθέσω, ότι πολύ θα ήθελα να προφτάσω να ιδώ το Νίκο Αντωνίου Δελακοβία ως παπά, να κάνει τον Εσπερινό, εκεί, στο ντελεγκουβιάνικο ξωκκλήσι του Αγιάννη.
Πότε και ποια εποχή;
Μα ένα δειλινό του καλοκαιριού, μελιχρό και μενεξεδένιο…
(Την συνέντευξη αυτή με τον Αντώνη Δελακοβία πήρε τηλεφωνικά
Comments
RSS feed for comments to this post.